- δέχνυμαι
- δέχνῠμαι, poet. for δέχομαι, Orph.A.564, Parth.Fr.4, AP9.553; Epic.inArch.Pap.7.5, IG3.1347, Coluth.159, Q.S.12.585: in late Prose, Hld.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέχνυμαι — βλ. δέχομαι … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek